Το Παραμύθι του Αγγελίτη

Το Παραμύθι του Αγγελίτη

Είναι νύχτα, παραμονή Χριστουγέννων στα τέλη της δεκαετίας του '80 σε μια φτωχική γειτονιά του Περού. Δυο μικρά αδελφάκια τυλιγμένα με όσα ρούχα μπόρεσαν να βρουν χωρίς να τα πάρουν είδηση, κάθονται σφιχτά αγκαλιασμένα, ακίνητα, στην οροφή της τσίγκινης παράγκας τους.

Το κρύο είναι τσουχτερό αλλά αυτά δεν φαίνονται να νοιάζονται. Δέκα νύχτες στη σειρά κάνουν το ίδιο πράγμα και είναι αποφασισμένα να το συνεχίσουν όσο χρειαστεί, δεν τα ενδιαφέρει καθόλου ούτε το κρύο ούτε η νύστα.

Δείχνουν σαν κάτι να ψάχνουν, κάτι να περιμένουν γιατί μπορεί τα κορμάκια τους να είναι ακίνητα τα μάτια τους όμως σπινθηροβολούν κοιτάζοντας ψηλά και «τρέχουν» - τρέχουν ανιχνεύοντας τον έναστρο ουρανό από άκρη σε άκρη. Έχουν μάθει πια απ' έξω τα αστέρια. Κάθε φορά που βλέπουν ένα αστέρι να πέφτει, η λάμψη στα μάτια τους φουντώνει αλλά παραμένουν ακίνητα. Κάτι τέτοιο περιμένουν αλλά δεν ξέρουν ακριβώς τι. Απλά ξέρουν ότι θα έρθει, το περιμένουν και θα το περιμένουν όσες νύχτες και χρόνια ακόμα, χρειαστεί.

Το παιχνίδισμα των αστεριών δυναμώνει και ο ουρανός δείχνει να συμμετέχει. Σαν να έγιναν όλα πιο φωτεινά, πιο αληθινά, πιο ζωντανά. Ένα αστέρι φαίνεται να θέλει να τους πει κάτι. Αναβοσβήνει έντονα και ύστερα παίρνει ένα γλυκό μπλε χρώμα. Τα μάγουλα των παιδιών γίνονται πιο κόκκινα και σφίγγονται το ένα στην αγκαλιά του άλλου από χαρά! Ήρθε;;;

Έχοντας καρφωμένα εκεί τα μάτια τους παραμένουν ακίνητα, έτοιμα να κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί....

Το αστέρι αρχίζει να κινείται, τα παιδιά κρατούν την ανάσα τους. Τι είναι άραγε αυτό που θα συμβεί; Ό,τι και να είναι, μέσα τους γνωρίζουν πολύ καλά ότι θα αλλάξει την ανούσια μέχρι τώρα ζωή τους. Το αστέρι μεγαλώνει σαν να θέλει να σιγουρευτεί ότι τα παιδιά δεν θα το χάσουν απ' τα μάτια τους. Κάνει έναν μικρό κύκλο, ξαναπαίρνει τη θέση του και μετά βουτάει, βουτάει στο κενό με έναν άλλο τρόπο από εκείνον που συνήθως πέφτουν τα αστέρια. Ο ρυθμός του είναι αργός, μεγαλοπρεπής και η λάμψη του όλο και μεγαλώνει. Απ' όπου περνάει, αφήνει πίσω του ένα σύννεφο με κάτι που μοιάζει με χρυσόσκονη. Τα παιδιά το παρακολουθούν κρατώντας την ανάσα τους. Το γαλάζιο αστέρι αντί να απομακρύνεται, τους πλησιάζει λες και στοχεύει να προσγειωθεί στην παράγκα τους. Τελικά το βλέπουν να περνάει επιδεικτικά από μπροστά τους και να πέφτει ναζιάρικα αριστερά, εκεί που είναι το ποτάμι.

Τα παιδιά πετάγονται όρθια σαν να τα χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς να τα νοιάζει ότι κάτω από τον τσίγκο που λύγισε μουγκρίζοντας κοιμούνται οι δικοί τους, πηδούν από την οροφή και αρχίζουν να τρέχουν. Το λαχάνιασμα τους είναι το μόνο που σπάει τη σιωπή της νύχτας, καλύπτει ακόμα και το ηχηρό πλατσούρισμά τους μέσα στις λίμνες από λασπόνερα.

Το γλυκό, γαλάζιο φως αρχίζει να απλώνεται μπροστά τους. Είναι το μόνο που καταφέρνει να τα κάνει να κόψουν ταχύτητα. Ξέρουν ότι έχουν πλησιάσει πολύ κοντά στο ποτάμι. Ακούν καθαρά πια το νερό που τρέχει αλλά και μια απαλή μελωδία. Τα μικρά κοιτάζονται σαστισμένα: Η μελωδία βγάζει το φως ή το φως τη μελωδία;

 

Χωρίς ίχνος φόβου πλησιάζουν με αργά και σταθερά βήματα, με μάτια ορθάνοιχτα και όλες τις αισθήσεις τους στο κόκκινο.

Στην τελευταία συστάδα των δέντρων πριν απ' το ποτάμι, το φως γίνεται πιο έντονο και μια γλυκιά μυρωδιά τυλίγει το μέρος. Τα παιδιά νιώθουν σαν να βρίσκονται σ' έναν άλλο κόσμο. Για πρώτη φορά στη μικρή ζωή τους αισθάνονται ευτυχία, είναι απόλυτα συνεπαρμένα απ' αυτό που βιώνουν.

Βγαίνουν στο ξέφωτο του ποταμού και βλέπουν μπροστά τους μια απίστευτα όμορφη εικόνα:

Το φως, ακόμα πιο λαμπερό έχει τώρα απλωθεί παντού. Νάνοι χαρούμενοι τρέχουν πάνω κάτω και γύρω απ' το ποτάμι Νεράιδες και Νύμφες έχουν στήσει έναν αέρινο χορό. Πάνω στο ποτάμι στέκεται ένας μεγάλος Άγγελος που τα τεράστια λευκά φτερά του απλωμένα, φωτίζουν όλη τη σκηνή. Τα ρούχα του είναι από γαλάζιο φως και στα χέρια του κάθεται ένα μικρό, γλυκό τσαχπίνικο μωρό - αγγελάκι τυλιγμένο κι αυτό σε γαλάζιο Φως.

Τα παιδιά έχουν εκστασιαστεί. Με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, απορροφούν αχόρταγα τους ήχους, τις εικόνες, τις μυρωδιές... Είναι δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά;

«Ναι!» αναφώνησαν ταυτόχρονα! Αφού τα περίμεναν, ήξεραν ότι έτσι είναι... Ήξεραν πολύ καλά ότι ο κόσμος δεν είναι ο μουντός και βρώμικος που έβλεπαν μέχρι τώρα. Έβλεπαν τους γονείς και τους συγγενείς τους να μετακινούνται καμπουριασμένοι και σκυθρωποί, χωρίς καμία ελπίδα και χαρά στα πρόσωπα και στην καρδιά τους και ήξεραν πολύ καλά ότι αυτός δεν ήταν ο δικός τους κόσμος. Εκείνα ένιωθαν αλλιώτικα, είχαν μεγάλα όνειρα για τη ζωή τους. Και τώρα, νάτο!

Οι σκέψεις τους σταματούν από δυο μικρές Νεράιδες που τα έχουν πλησιάσει χορεύοντας και αφού τα παίρνουν από το χέρι και στροβιλίζονται, όλοι μαζί πλησιάζουν τον Άγγελο. Σταματούν χαρούμενα μπροστά του. Εκείνος υποκλίνεται με σεβασμό και τα χαιρετάει με ένα τρυφερό χαμόγελο: «Κρυστάλλινα παιδιά, τα όντα του Φωτός σας καλωσορίζουν στον κόσμο σας».

Στα αυτιά τους ηχεί το καλωσόρισμα. «Κρυστάλλινα παιδιά;;;».

Αισθάνονται σαν χαμένα αλλά, η αλήθεια να λέγεται...τους άρεσε πολύ....και όχι τίποτ' άλλο, το θεωρούν και φυσικό, οικείο....

Με τα μάτια τους κολλημένα πλέον στον Άγγελο, αρχίζουν να παρατηρούν στην αγκαλιά του, το γαλάζιο μωρό. Είναι το πιο γλυκό πλάσμα που έχουν δει ποτέ σε όνειρο τους! Κι αυτό, λες και καταλαβαίνει τις σκέψεις τους, φωτίζει το προσωπάκι του με περισσότερο Φως που προέρχεται από ένα τεράστιο χαμόγελο και....πηδάει κάτω! Με το που ακουμπάει στη Γη, γεμίζει όλος ο τόπος με αγγελάκια. Αγγελάκια γαλάζια, αγγελάκια λευκά, αγγελάκια όλα γεμάτα από Φως, χαρά και γέλιο. Το κάθε αγγελάκι έχει μαζί του πέντε, δέκα, γαλάζιες πέτρες. Οι πέτρες είναι αγγελίτες και έχουν προσωπάκι, πόδια και χέρια. Μπορούν να γελάσουν, να μιλήσουν, να τρέξουν αλλά και να αγκαλιάσουν.

Τα παιδιά έχουν ξετρελαθεί - αυτή είναι παρέα για παιχνίδι! Αρχίζουν όλα μαζί να τρέχουν γύρω γύρω και να φωνάζουν χαρούμενα. Το νερό του ποταμού έχει σταματήσει να κυλάει με την συνηθισμένη του ροή του και παρακολουθεί γελώντας. Μέχρι και το φεγγάρι επάνω στον ουρανό, έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια! Όσο για τα δέντρα γύρω, έχουν αλλάξει σχήμα για να μην χάσουν σκηνή από αυτό το ξέφρενο γλέντι. Όλα έχουν γίνει ένα. Όλα είναι ένα.

Τα γαλάζια αγγελάκια και οι αγγελίτες κόβουν λίγο ταχύτητα και γελώντας, λένε κάτι στα αυτιά των παιδιών. Εκείνα ξαναμμένα από το παιχνίδι και εκστασιασμένα με αυτό που άκουσαν απαντούν με μια φωνή: «Ναι!». Τότε τα γαλάζια μωρά, τραγουδώντας, σκύβουν στις πλάτες των παιδιών και ακουμπούν από έναν αγγελίτη. Με την απομάκρυνση τους τα παιδιά έχουν φτερά!

Χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους, το παιχνίδι αυτόματα μεταφέρεται ψηλότερα. Άγγελοι, ορυκτά και παιδιά αρχίζουν έναν ξέφρενο χορό στον αέρα. Χορός, γέλιο, παιχνίδι και χρυσόσκονη! Τα παιδιά δεν θυμούνται ούτε το όνομα τους, αυτό που τα νοιάζει είναι να ζήσουν αυτό που συμβαίνει τώρα κι αυτό ακριβώς κάνουν. Το ζουν ολοκληρωτικά, με πολύ περισσότερες αισθήσεις από όσες νόμιζαν ότι έχουν.

Οι πτήσεις τους γίνονται όλο και πιο ψηλά. Το παιχνίδι αρχίζει να μειώνεται κάπως και το ενδιαφέρον τους τραβάνε οι εικόνες του κόσμου, κάτω στη Γη. Το φεγγάρι συμμετέχει δίνοντας το φως του που μαζί με την χρυσόσκονη φωτίζουν αρκετά μεγεθύνοντας το κάθε σημείο και κάνοντας τις στέγες των σπιτιών αόρατες. Όλοι μαζί βλέπουν τη φτώχια, τη μιζέρια, την ασχήμια, την αρρώστια και το φόβο, το μίσος και το διαχωρισμό που επικρατεί στις καρδιές κάποιων ανθρώπων. Βλέπουν την ίδια στιγμή ανθρώπους να κλαίνε κι άλλους να γελάνε, κάποιους να γεννιούνται και άλλους να πεθαίνουν.

Όλοι μαζί μεταφέρονται πάνω από το σπίτι των παιδιών. Βλέπουν, δεν υπάρχει εξήγηση για το πώς, αλλά το βλέπουν ότι όλοι εκεί μέσα, οι γονείς και τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, είναι ξαπλωμένοι με κλειστά τα μάτια αλλά προσποιούνται πως κοιμούνται γιατί κάτι σοβαρό τους απασχολεί. Όλη η παρέα εκεί ψηλά το ξέρει.

Τα δυο αδελφάκια τα χάνουν για λίγο ...δεν τους είπε ποτέ κανείς ότι η μαμά είναι τόσο πολύ άρρωστη. Βλέπουν ότι ένας μαύρος όγκος στην κοιλιά της σκοτεινιάζει ολόκληρο το σώμα της και σκιάζει όλο το δωμάτιο. Βέβαια - Η μαμά χρειάζεται επειγόντως γιατρό, χρειάζεται εγχείρηση. Αν ήταν τώρα κάτω και πατούσαν στη Γη, θα έκλαιγαν γοερά γεμάτα απελπισία.

«Πώς να πάμε τη μαμά σε γιατρό; Αυτά είναι τρελά πράγματα» θα τους έλεγε ο πατέρας τους, «οι γιατροί είναι για λίγους. Εμείς δεν είμαστε πλούσιοι, εμάς η μοίρα μας....Και μετά μου μιλάτε για Θεό και κουραφέξαλα ».

Χωρίς να ανταλλάξουν μεταξύ τους κουβέντα, τα δύο παιδιά, τρεις αγγελίτες και τέσσερα αγγελάκια ρίχνουν ταυτόχρονα χρυσόσκονη πάνω στην θλιμμένη οικογένεια. Αυτομάτως, η εικόνα αλλάζει.

Το σώμα της μαμάς φωτίζεται ολόκληρο, καθαρίζει από τη «σκιά» όλο το δωμάτιο και οι υπόλοιποι άνθρωποι μέσα σ' αυτό χαλαρώνουν λες και ξεφούσκωσαν με εκείνο το «ουφ» που ακούστηκε. Τώρα τους βλέπουν όλους να κοιμούνται γαλήνια εκτός από τον μπαμπά. Κάτι έχει ο μπαμπάς... Ναι μεν δεν είναι άρρωστος γιατί δεν έχει τίποτα μαύρο στο σώμα του, αλλά κάτι τον έχει ξαφνιάσει...Α! Τώρα καταλαβαίνουν! Ένας πανέμορφος λευκός Άγγελος σαν να αναδύεται από το σώμα του μπαμπά, γελώντας. Περνάει δίπλα από την τρελοπαρέα και τους κλείνει το μάτι λέγοντας: «Ένα αθώο όνειρο μόνο...»

Τα παιδιά χωρίς αγωνία παραμένουν σε αναμονή γιατί νοιώθουν ότι κάτι ακόμα θα γίνει. Η υπόλοιπη παρέα δείχνει να γνωρίζει την εξέλιξη γιατί τα γελάκια τους δεν έχουν σταματήσει.

Επ! Να, ο μπαμπάς σηκώνεται! Ξύνει λίγο το κεφάλι του με εκείνο τον αστείο τρόπο που κάνει κάθε φορά που δεν μπορεί να καταλάβει κάτι, κάθεται σκεφτικός στο κρεβάτι του και κοιτάζει τη μαμά δίπλα του. Μετά από λίγο σηκώνεται, τη σκεπάζει καλύτερα με τρυφερότητα και βγαίνει έξω στην αυλή. Τα μάτια του κοιτάζουν τις λάσπες αλλά ο νους του φαίνεται ότι βράζει από σκέψεις. Τώρα, σηκώνει δειλά το βλέμμα του ψηλά και ευτυχώς που τα παιδιά ξέρουν ότι δεν φαίνονται... Ποιος; Τι; Ο μπαμπάς δακρυσμένος κάνει το σταυρό του! Τα αγγελάκια αρχίζουν έναν διαφορετικό χορό μεταξύ τους ψέλνοντας «Αλληλούια», κάνοντας το Φως γύρω να λάμπει περισσότερο και τη χρυσόσκονη που κρατούν να πληθαίνει. Οι αγγελίτες γελούν ευτυχισμένοι παρασύροντας και τα παιδιά. Πετούν, παίζουν, γελούν...

Πηγαίνουν πάνω από ένα μέρος που είναι σκεπασμένο από ένα μαύρο σύννεφο. Η αίσθηση είναι πολύ άσχημη, τα παιδιά νοιώθουν να τα πνίγει ένα σφίξιμο. Πρέπει να φύγουν γρήγορα από εκεί... Παρ' όλο που σχεδόν όλοι είναι μισοκοιμισμένοι, οι καρδιές τους βγάζουν μαύρο καπνό που προκαλείται από μίσος, φόβο, πόνο, αγωνία, εκδίκηση, απληστία, κακία. Δεν θέλουν να μείνουν καθόλου εκεί, δεν αντέχουν να «μελετήσουν» το θέμα. Είναι φανερό ότι γίνεται πόλεμος. Ρίχνουν όμως χρυσόσκονη και η μαυρίλα φεύγει. Οι καρδιές των ανθρώπων καθαρίζουν, παίρνουν ένα γλυκό ροζ χρώμα και ανοίγουν τα μάτια τους χαμογελαστοί και με ευγένεια λέει ο ένας στον άλλο: «Έχω κάτι λουλούδια να σου φυτέψω...! Θα δεις φίλε μου, θα σου αρέσουν πολύ! Άπα πα, εσύ κάθισε, μην κουράζεσαι, εγώ θα σκάψω», «Περίεργα νοιώθω, αλλά όμορφα. Εσύ αγαπημένε μου συνάνθρωπε; Να σου φτιάξω ένα τσαγάκι;».

Είδαν τη Γη να τινάζει από πάνω της με ανακούφιση αλλά και τρυφερότητα τις πληγές της από την κακοποίηση και τη βία. Το ίδιο έγινε και σε άλλους τόπους που οι άνθρωποι έβαζαν δυναμίτες ή είχαν βάλει φωτιά στα δάση. Είδαν τη Γη να επουλώνει τις πληγές της, να ανασαίνει, να παίρνει την υγρασία που χρειάζεται και να ανθίζει άμεσα. Είδαν θάλασσες και ωκεανούς να καθαρίζουν από απόβλητα και το νερό με τους ευτυχισμένους πια κατοίκους του να συνεχίζουν τη ζωή τους όπως ήταν φτιαγμένα να ζουν.

Πέρασαν από νοσοκομεία απ' όπου έβγαινε πολύς πόνος και φόβος. Με τη χρυσόσκονη όλα άλλαζαν. Άδειασαν τους δρόμους από τους κακοποιούς, τα σχολεία από τις σκληρές συμπεριφορές κάποιων παιδιών σε άλλα πιο αδύναμα και ευαίσθητα παιδιά, τα ορφανοτροφεία από την έλλειψη της αγάπης.

Τα δυο αδελφάκια γνωρίζουν πλέον ότι δεν είναι πια απλά, συνηθισμένα παιδιά. Έχουν τα φτερά τους, την ατελείωτη χρυσόσκονη τους, τους φίλους τους αγγέλους και αγγελίτες. Έχουν την αποστολή τους. Είναι απόλυτα ευτυχισμένα και δοσμένα στο έργο τους.

Τα κρυστάλλινα παιδιά είναι πια άγγελοι, είναι αγγελίτες, είναι χρυσόσκονη, είναι θεραπευτές!

Ο κόσμος αλλάζει με τα παιχνίδια, τις πτήσεις και τις προθέσεις της αγγελικής παρέας που όλο και μεγαλώνει! Προστίθενται όλο και περισσότεροι άγγελοι, όλο και περισσότερα κρυστάλλινα παιδιά, χρυσόσκονη και αγγελίτες...

Αν κλείσεις τα μάτια σου θα δεις τα υπέροχα αυτά όντα. Αν βουλώσεις τα αυτιά σου θα τα ακούσεις να γελούν. Αν μείνεις ακίνητος θα τα αγκαλιάσεις....κι εκείνα, στο γλυκό φιλάκι που θα νιώσεις στο μάγουλο σου θα έχουν βάλει πολλή χρυσόσκονη... για εσένα και για όπου μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για θεραπεία.

Γιατί κι εσύ είσαι κρυστάλλινος, είσαι άγγελος, είσαι αγγελίτης!

Pin It