Ιατρική Γεωλογία - Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα

Ευρετήριο Άρθρου

 

Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα:

- Ακόνη Ναξία Είδος σμύριδος ή μίγμα σιδήρου χρησιμοποιείτο σε αλωπεκία (επιχρίσεις) και εσωτερικώς με όξος σε επιληψία.

- Άλμη (διάλυμα άλατος σε νερό) χρησιμοποιείτο ως στυπτικό, σε κλύσματα επί δυσεντερίας.

- Άμμος (διαπυρωμένη από τον ήλιο) σε αμμόλουτρά υδρωπικών.

- Αρσενικόν ή αρρενικόν (κίτρινη σανδαράχη, AS2S3), χρησιμοποιείτο ως καυστικό, εσχαρωτικό, αποψιλωτικό.

- Άσφαλτος χρησιμοποιείτο με χοίρειο στέαρ σε εγκαύματα, με θείο σε υποκαπνισμούς κατά της υστερίας.

- Γη ερετριάς (άργιλος ή κρητίς), χρησιμοποιείτο ως στυπτικό, μαλακτικό .

- Γη κιμωλία (λευκή και ερυθρή γη), χρησιμοποιείτο με όξος κατά παρωτίδος, εγκαυμάτων και φλογώσεων.

- Γη λημνία (ερυθρή άργιλος) [ «Η δε Λημνία λεγομένη γή έστιν εκ τίνος υπονόμου αντρώδους αναφερομένη και μειγνυμένη αίματι αιγείω, ήν οι εκεί άνθρωποι αναπλάσσοντες και σφραγιζόμενοι εικόνι αιγός σφραγίδα καλούσιν....» ]. χρησιμοποιείτο ως εμετικό, αντίδοτο δηλητηρίων, θεραπευτικό πληγών.

- Γη μηλία (άργιλος), χρησιμοποιείτο κατά της λέπρας.

- Γη σαμία (άργιλος ή κρητίς), χρησιμοποιείτο σε γυναικολογικές παθήσεις.

- Γη χία (άργιλος), ως ψιμύθιο για το πρόσωπο.

- Γύψος (θειικό ασβέστιο) χρησιμοποιείτο με σιτάλευρο, ως ποτό, σε μητρορραγίες.

- Ιός σιδήρου (οξείδιο του σιδήρου), ως στυπτικό σε υποθέματα σε λευκόρροια των γυναικών. Με όξος (οξικός σίδηρος) σε επιχρίσεις κατά του ερυσιπέλατος και σε αλοιφές κατά της αλωπεκίας.

- Καδμεία ή πομφόλυξ (οξείδιο του ψευδαργύρου), ως στυπτικό, επουλωτικό σε κακοήθη έλκη και στην οφθαλμιατρική .

- Κεραμίτις (άργιλος) ως ξηραντική σε πυώδη έλκη.

- Κιννάβαρι (θειούχος υδράργυρος) , χρησιμοποιείτο σε οφθαλμικές νόσους, στυπτικό και με κηρωτή σε εξανθήματα.

- Κοράλλιον ή κουράλιον (ο εξ ανθρακικού ασβεστίου σκελετός του), ως στυπτικό, επουλωτικό.

- Κύανος (πιθανόν λαζούλιθος), ως κατασταλτικόν, εσχαρωτικό.

- Λιθόκολλα (μίγμα κόνεως από παριανό μάρμαρο και ταυρόκολλας), για ανακόλληση των βλεφαρίδων.

- Λίθος αιματίτης (ορυκτό οξείδιο του σιδήρου), ως στυπτικό σε αιμοπτύσεις, οφθαλμικά νοσήματα και διουρητικό με οίνο.

- Λίθος αλαβαστρίτης ή όνυξ (ίσως αλάβαστρο-θειικό ασβέστιο), με κηρωτή σε στομαχικούς πόνους.

- Λίθος αραβικός (λευκό μάρμαρο ή αραγωνίτης) ως οδοντόσκονη.

- Λίθος γαγάτης (φαιάνθραξ) , χρησιμοποιείτο ως μαλακτικό, σε υποκαπνισμούς σε υστερικούς σπασμούς και σε αλοιφές κατά της ποδάγρας.

- Λίθος γαλακτίτης (πιθανόν ανθρακικό ή φωσφορικό ασβέστιο) ,σε οφθαλμικά αποστήματα.

- Λίθος γεώδης (άργιλος), στυπτικός, ξηραντικός, σε οφθαλμικές νόσους.

- Λίθος ίασπις (οξυπυριτικό ορυκτό άγνωστης συστάσεως), ως ωκυτόκιο μέσο, που έδεναν στο μηρό της επιτόκου.

- Λίθος μαγνήτης (Fe304), χρησιμοποιείτο με μελίκρατο.

- Λίθος μόροχθος (τάλκης ή στεατίτης), σε πόνους της κύστης και σε αιμοπτύσεις.

- Λίθος ο εν τοις σπόγγοις (ανθρακικό ασβέστιο), μαζί με οίνο σε λιθίαση.

- Λίθος οστρακίτης (πιθανόν όστρακο θαλασσίων ζώων ή κόκκαλο σουπιάς), μαζί με οίνο ως ποτό για επίσχεση των εμμήνων, ψίλωθρο γυναικών (= αποτριχωτικό).

- Λίθος οφίτης (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο), σε κεφαλαλγίες και οφιόδηκτους.

- Λίθος πυρίτης (κατά τον Διοσκουρίδη ο χαλκοπυρίτης, κατά τον Πλίνιο ο μυλόλιθος), απο καθαρτικό.

- Λίθος σεληνίτης (γύψος) χρησιμοποιείτο σε επιληψία.

- Λίθος σχιστός (είδος αιματίτου), χρησιμοποιείτο για την αντιμετώπιση ραγάδων και κήλης.

- Λίθος φρύγιος (αργιλούχο ορυκτό ή ηφαίστειος σκωρία), ως στυπτικό, εσχαρωτικό, με κηρωτή σε εγκαύματα.

- Μόλυβδος: πολλά είδη Μόλυβδος ο μεταλλικός, σε επίδεση πληγών.

- Πεπλυμένος (μολυβδόσκονη με κάποιο οξείδιο), αιμοστατικό επί κονδυλωμάτων και αιμορροΐδων.

- Κεκαυμένος (οξείδια του μολύβδου), ισχυρότερος του προηγούμενου .

- Σκωρία μολύβδου (μίγμα οξειδίων του μολύβδου), στυπτικότερος του κεκαυμένου.

- Μολυβδοειδής λίθος (ίσως γαληνίτης), ως η σκωρία .

- Ψιμύθιο (βασικός ανθρακικός μόλυβδος), χρησιμοποιείτο σε οφθαλμικά κολλύρια .

-Μίνιο , χρησιμοποιείτο ως χρωστική .

- Μολύβδαινα (ασαφής η σύσταση, πιθανόν μίγμα από οξείδια μολύβδου, αργύρου και άσβεστου), χρησιμοποιείτο σε νόσους της μήτρας, των ώτων κλπ.

- Νίτρον και αρχαιότερα λίτρον (η ορυκτή σόδα και όχι το νιτρικό νάτριο ή κάλιο), σε τροχίσκους, εισαγόμενους στα γεννητικά όργανα για σύλληψη.

- Νιτρούχο ύδωρ, σε δερματικές νόσους, σε πεσσούς, σε αλοιφή στυπτική, σε κλύσματα, σε στοματοχρίσματα.

- Αφρός νίτρου (ποτάσσα), χρησιμοποιείτο εσωτερικά σε κωλικούς, σε εγχύσεις σε νόσους των ώτων και εξωτερικά σε έμπλαστρα για λέπρα.

- Όστρακα (κέραμοι ψημένοι) , μαζί με όξος σε κνησμό, εξανθήματα. Σε αλοιφή για τις χοιράδες

- Σανδαράκη ερυθρή (AS2S3) , καθαιρετικό. Σε σκόνη σε ωτίτιδες, με τερεβινθίνη σε αλωπεκία, με έλαιο σε φθειρίαση και σε καταπότια κατά του άσθματος. Συστατικό του καρικού φαρμάκου (αλοιφή για πληγές).

- Σανδαράκη ψευδής (είδος οξειδίου του μολύβδου).

- Σάπφειρος (δεν πρόκειται περί του πολυτίμου λίθου, αλλά για κάποιο ορυκτό με χαλκό),

χρησιμοποιείτο ως ποτό σε σκορπιό δη κτους , σε κηλίδες του κερατοειδούς.

- Σμύρις (λίθος) , χρησιμοποιείτο σε ουλίτιδες και για καθαρισμό των οδόντων.

- Στίμμι και στίβι (ορυκτός αντιμονίτης-8θ283) ως επουλωτικό ελκών, με στέαρ κατά των εγκαυμάτων.

- Στυπτηρία (αργιλούχα ορυκτά) για ουλίτιδες, σε φαγέσορες, ξηραντικό πληγών, στυπτικό, σε αιμορραγίες.

- Τέφρα κληματίνη (ανθρακικό κάλιο, προερχόμενο από την αποτέφρωση φυτών), μαζί με όξος ως επιθέματα σε δήγματα από ερπετά και σκύλους και ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μύκητες.

- Υδράργυρος , δηλητήριο, διαβρωτικό. Αντίδοτο: γάλα.

- Χαλκός: πολλά χαλκούχα φάρμακα,

- Κεκαυμένος χαλκός , ως στυπτικό, εμετικό, επιπαστικό, επουλωτικό.

- Άνθος χαλκού (κάποιο οξείδιο) , ως επουλωτικό, σε αιμορροΐδες κλπ

- Χαλκίτις, ως εσχαρωτικό, αντιψωρικό κλπ .

- Χάλκανθο, χαλκανθές, χαλκάνθη (θειικός χαλκός), ως στυπτικό, ανθελμινθικό, εμετικό, εσχαρωτικό κλπ

- Χρυσόκολλά (πολλές ουσίες, ίσως μαλαχίτης), ως μαλακτικό, ξηραντικό, σμηκτικό ούλων.

- Ιός (βασικός ανθρακικός χαλκός), ως εσχαρωτικό, επουλωτικό.

- Λεπίς χαλκού (οξείδιο του χαλκού), ως στυπτικό, επουλωτικό, στην οφθαλμολογία.

- Σποδός κυπρίη (οξείδιο του χαλκού), επουλωτικό σε οφθαλμικές νόσους, σε έμπλαστρα.

- Σποδός χρυσίη μετά μίσυος (άγνωστο), σε έμπλαστρα γυναικολογικών παθήσεων·

- Μέλαν το κύπριον (ίσως οξείδιο του χαλκού), σε πεσσούς γυναικολογικών παθήσεων.

- Ώχρα (ορυκτό από άργιλο και οξείδιο του σιδήρου), στυπτικό, διαλυτικό φυμάτων και σαρκωμάτων"

Ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης ,Έλληνας από την περιοχή της Ταρσού της Κιλικίας, έζησε το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ και υπηρέτησε ως χειρουργός στο στρατό του Νέρωνα και του Βεσπασιανού. Στο βιβλίο του 'περί ύλης ιατρικής' περιγράφονται 950 περίπου φάρμακα, από τα οποία τα 600 είναι φυτικά (τα υπόλοιπα ζωικά ή ορυκτά).