Τέχνη Σκέψης & Θεραπείας
Ο Δρ Ernst και οι εναλλακτικές θεραπείες
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η: Ιωάννης Φύτρος Ιωάννης Φύτρος
- Κατηγορία: Τέχνη Σκέψης & Θεραπείας Τέχνη Σκέψης & Θεραπείας
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις της επιστήμης στον τομέα της εναλλακτικής ιατρικής, συχνά συναντούμε νέες έρευνες και μελέτες που αναδεικνύουν όλο και περισσότερο τη σημασία και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών στη ζωή του ανθρώπου. Βέβαια, υπάρχουν και έρευνες που τείνουν να κατακρίνουν τη σκοπιμότητα ύπαρξης αυτών των μεθόδων, ωστόσο αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί όσον αφορά την προσέγγιση ενός τέτοιου ζητήματος θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν κάθε άποψη και ιδέα, ακόμα και αυτές με τις οποίες ενδεχομένως να διαφωνούμε. Εξάλλου, μέσα από μια δημιουργική διαφωνία προκύπτει η σύνθεση ιδεών, που εξελίσσει τόσο την επιστήμη όσο και τις κοινωνίες.
Έχοντας θέσει τα παραπάνω, θα ήθελα να παραθέσω ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Economist στις 19 Μαϊου 2011 υπό τον τίτλο "Εναλλακτικές θεραπείες - Σκέψου καλύτερα". Το άρθρο αυτό πραγματεύεται την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών (και σκευασμάτων) με αφορμή τη συνταξιοδότηση του καθηγητή Edzard Ernst, ενός επιστήμονα που αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας του ως ερευνητής ακριβώς σε αυτόν τον τομέα. Ακολουθεί μια μετάφραση του άρθρου στα ελληνικά - που ελπίζω να κατάφερα να αποδώσω σχετικά ορθά, πλην ελεύθερα - και στη συνέχεια κάποια σχόλια τόσο για το άρθρο, όσο και για τον καθηγητή, τις μεθόδους του και γενικότερα για την προσέγγιση που ακολουθεί η επιστήμη όταν θέλει να ασχοληθεί με τις εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας.
Στις 29 Μαϊου ο Ernst Edzard, ο πρώτος παγκοσμίως καθηγητής συμπληρωματικών μεθόδων θεραπείας, αποσύρεται έπειτα από 18 χρόνια παραμονής στη θέση του στην Ιατρική Σχολή της Peninsula, στη νοτιοδυτική Αγγλία. Παρά τον τίτλο της θέσης του (και τις ελπίδες ορισμένων προμηθευτών ολιστικών σκευασμάτων), ο Δρ Ernst δεν είναι και τόσο ευκολόπιστος υποστηρικτής "λαδιών από φίδια". Αντ 'αυτού, αυτός και η ερευνητική του ομάδα έχουν πρωτοπορήσει στην εμπεριστατωμένη μελέτη κάθε εναλλακτικής θεραπείας, από βελονισμό και θεραπεία με κρυστάλλους μέχρι Reiki και βoτανoθεραπεία.
Η Εναλλακτική ιατρική είναι μεγάλη επιχείρηση. Δεδομένου ότι είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη, είναι δύσκολο να εξαχθούν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία γι' αυτήν. Μόνο στη βρετανική αγορά, πιστεύεται ότι έχει ένα μερίδιο αξίας περίπου £ 210m (242 εκ. ευρώ), με έναν στους πέντε ενήλικες να θεωρείται ότι είναι καταναλωτές, και με ορισμένες θεραπείες (ιδιαίτερα η ομοιοπαθητική) να διατίθενται από την Εθνική Υπηρεσία Υγείας.
Σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με μια εκτίμηση που είχε γίνει το 2008, η αξία του κλάδου ανέρχεται περίπου στα 60 δισεκατομμύρια δολάρια.
Με τα χρόνια ο Δρ Ερνστ και η ομάδα του έχουν διεξάγει κλινικές έρευνες και έχουν δημοσιεύσει πάνω από 160 μετα-αναλύσεις άλλων μελετών. (μετα-ανάλυση είναι μία στατιστική τεχνική για την εξαγωγή πληροφοριών από πολλές μικρές μελέτες που από μόνες τους δε μπορούν να χαρακτηριστούν στατιστικά αξιόπιστες.) Τα συμπεράσματα είναι αποστομωτικά. Σύμφωνα με τον "Οδηγό για την συμπληρωματική και εναλλακτική ιατρική" που έχει συγγράψει, γύρω στο 95% των θεραπειών που ο ίδιος και οι συνεργάτες του εξέτασαν - σε διάφορους τομείς όπως ο βελονισμός, η βοτανοθεραπεία, η ομοιοπαθητική και η ρεφλεξολογία, στατιστικά δεν παρουσιάζουν καμιά διαφορά σε σύγκριση με τα αποτελέσματα των θεραπειών με χορήγηση εικονικών φαρμάκων (πλασέμπο).
Μόνο σε ένα 5% των περιπτώσεων υπήρξαν είτε ενδείξεις για ένα σαφές όφελος που ξεπερνά τα αποτελέσματα χορήγησης ενός εικονικού φαρμάκου (υπάρχουν, για παράδειγμα, στοιχεία που δείχνουν ότι το "βότανο του Αγίου Ιωάννη", ένα φυτικό φάρμακο, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ήπιας κατάθλιψης), είτε ενδείξεις πως συνέβαινε κάτι που παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί περαιτέρω έρευνα.
Ήταν, κατά καιρούς, μια μοναχική εμπειρία. Τα χρήματα ήταν δύσκολο να βρεθούν. Οι ασκούντες των εναλλακτικών θεραπειών γίνονταν όλο και περισσότερο απρόθυμοι να συνεργαστούν με τα αρνητικά αποτελέσματα των μελετών να συσσωρεύονται, ενώ οι παραδοσιακοί ερευνητικοί φορείς στον τομέα της ιατρικής έβλεπαν τις έρευνες για τεχνικές όπως η Ayurveda ως χάσιμο χρόνου.
Ωστόσο, ο Δρ Ερνστ πιστεύει ότι το έργο του συμβάλλει στην αντιμετώπιση ενός αρκετά σοβαρού προβλήματος που αφορά τη δημόσια υγεία. Επισημαίνει ότι τα συμβατικά φάρμακα πρέπει να αποδεικνύεται ότι είναι ασφαλή και αποτελεσματικά ώστε να μπορούν να λάβουν άδεια για πώληση. Αυτό σπάνια αφορά τα σκευάσματα των εναλλακτικών θεραπειών, που συνήθως στηρίζονται σε ένα μείγμα "επιστροφής στην παράδοση" και προώθησης της "βιολογικής" διάστασης των προϊόντων τους, ώστε να ελκύσουν τους καταναλωτές. Αυτό εξηγεί γιατί, για παράδειγμα, ορισμένοι ομοιοπαθητικοί μπορούν να εμπορεύονται αγωγές για την ελονοσία, παρά την έλλειψη σχετικών στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι οι σχετικές αγωγές έχουν αποτέλεσμα, ή γιατί κάποιοι χειροπρακτικοί μπορούν να ισχυρίζονται ότι θεραπεύουν τη στειρότητα. Παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, και παρά την πιθανότητα ότι ορισμένοι εναλλακτικοί επαγγελματίες μπορούν να βλάπτουν τους ασθενείς τους (είτε άμεσα, είτε πείθοντάς τους να απορρίψουν τις συμβατικές θεραπείες για τις ασθένειές τους), ο Δρ Ernst πιστεύει επίσης πως οι συμβατικοί γιατροί μπορούν να μάθουν κάτι χρήσιμο από τους χειροπράκτες, τους ομοιοπαθητικούς ή και από τους "Αναληφθέντες Δασκάλους". Αυτό είναι η θεραπευτική αξία της επίδρασης του placebo, ένα από τα πιο παράξενα φαινόμενα στην ιατρική.
Σώμα και Πνεύμα
Ένα εικονικό φάρμακο είναι μια πλαστή ιατρική θεραπεία - ένα φαρμακολογικά αδρανές χάπι με ζάχαρη, ή ίσως μια προσποιητή χειρουργική επέμβαση. Η κύρια επιστημονική χρήση του αυτή τη στιγμή αφορά κλινικές δοκιμές που διεξάγονται ως μέτρο σύγκρισης με κάποια άλλη θεραπεία. Αλλά επειδή το φάρμακο δεν είναι πραγματικό, δεν σημαίνει ότι δεν λειτουργεί. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το χρησιμοποιούν στις δοκιμές: οι ερευνητές γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι συγκρίνοντας μια κανονική αγωγή με μια πλαστή αγωγή (δηλ. καθόλου αγωγή) το αποτέλεσμα θα είναι παραπλανητικό.
Η χορήγηση υποτιθέμενων παυσίπονων, για παράδειγμα, μπορεί πράγματι να μειώσει σχετικά τον πόνο που νιώθει ένας ασθενής. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2002 πρότεινε ότι μια ψεύτικη χειρουργική επέμβαση για την αρθρίτιδα στο γόνατο μπορεί να αποδόσει παρόμοια αποτελέσματα με αυτά της πραγματικής εγχείρισης. Και οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο επιβλαβείς όσο και χρήσιμες. Οι ασθενείς που λαμβάνουν πλαστά οπιούχα, αφότου τους έχει συνταγογραφηθεί το πραγματικό φάρμακο, μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα όπως ρηχή αναπνοή που είναι μια παρενέργεια των πραγματικών φαρμάκων.
Πέραν του ότι λειτουργούν ως σημεία αναφοράς, τα εικονικά φάρμακα αποτελούν ένα θέμα έρευνας από μόνα τους. Στις 16 Μαΐου η Royal Society, η παλαιότερη επιστημονική ακαδημία του κόσμου, δημοσίευσε ένα τεύχος του περιοδικού "Philosophical Transactions" αφιερωμένο σε αυτόν τον τομέα.
Ένα συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα, λέει ο Irving Kirsch, καθηγητής στο Harvard Medical School που έγραψε τον πρόλογο του τεύχους, είναι ότι η επίδραση είναι ισχυρότερη για τις διαταραχές που είναι κατά κύριο λόγο ψυχικές και υποκειμενικές, συμπέρασμα που υποστηρίζεται από μια μετα-ανάλυση μελετών με placebo που διεξήχθη το 2010 από ερευνητές του Cochrane Collaboration, έναν οργανισμό που αξιολογεί στοιχεία για ιατρικές θεραπείες. Στην περίπτωση της κατάθλιψης, λέει ο δρ Kirsch, δίνοντας στους ασθενείς χάπια πλασέμπο μπορούμε να παρατηρήσουμε σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα με το να τους δίναμε τα τελευταία αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Ο πόνος είναι ένα άλλο νεύρολογικό σύμπτωμα που επιδέχεται θεραπεία με εικονικό φάρμακο. Εδώ, οι προσδοκίες των ασθενών επηρεάζουν τη δραστικότητα του αποτελέσματος. Λέγοντας σε κάποιον ότι του δίνεις μορφίνη του προκαλεί μεγαλύτερη ανακούφιση από τον πόνο από όση θα ένιωθε αν του έλεγες ότι του δίνεις ασπιρίνη - ακόμη και όταν και τα δύο χάπια στην πραγματικότητα δεν περιέχουν τίποτα περισσότερο από ζάχαρη. Νευρο-απεικονίσεις δείχνουν ότι αυτή η εξαπάτηση διεγείρει την παραγωγή φυσικών παυσίπονων χημικών ουσιών στον εγκέφαλο. Μια εργασία στο περιοδικό "Philosophical Transactions" από τον Meissner Karin του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αγωγές με εικονικό φάρμακο είναι επίσης σε θέση να επηρεάζουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο ελέγχει ασυνείδητες λειτουργίες όπως ο καρδιακός παλμός, αρτηριακή πίεση, πέψη και τα συναφή. Η υποκριτική είναι επίσης σημαντική. Οι ενέσεις με Placebo είναι πιο αποτελεσματικές από τα χάπια με placebo, ενώ κανένα από τα δύο δεν είναι τόσο ισχυρό όσο η ψεύτικη χειρουργική επέμβαση. Και όσο πιο θετικός είναι ένας γιατρός όταν λέει στον ασθενή για το εικονικό φάρμακο που του συνταγογραφεί, τόσο πιο πιθανό είναι να κάνει καλό στον ασθενή.
Παρά τη δύναμη των εικονικών φαρμάκων, πολλοί συμβατικοί γιατροί είναι επιφυλακτικοί στη συνταγογράφησή τους. Ανησυχούν ότι κάνοντας κάτι τέτοιο θα είναι σαν να παραπλανούν τους ασθενείς τους. Ωστόσο, ίσως το πιο συναρπαστικό αποτελέσματα σε έρευνα με εικονικό φάρμακο - που εξετάστηκε πρόσφατα από τον Ted Kaptchuk και τους συναδέλφους του στο Harvard Medical School, στα πλαίσια έρευνας για το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου - είναι ότι τα αποτελέσματα των αγωγών μπορούν να διαρκέσουν ακόμη και όταν οι ασθενείς μάθουν ότι λαμβάνουν θεραπεία με εικονικό φάρμακο.
Αντίθετα από τους ομόλογούς τους στη συμβατική ιατρική, οι επαγγελματίες της εναλλακτικής ιατρικής συχνά υπερέχουν σε αξιοποίηση του φαινομένου placebo, λέει ο Δρ Ερνστ. Προσφέρουν μεγάλες σε διάρκεια και χαλαρές συνεδρίες στους πελάτες τους (ακριβώς το είδος της καλής συμπεριφοράς που οι πολυάσχολοι σύγχρονοι γιατροί παλεύουν να προσφέρουν). Επιπλέον πιστεύουν ακράδαντα στις θεραπείες τους, οι οποίες συχνά παραδίδονται με μια μεγάλη και καθησυχαστική "τελετή". Αυτό και μόνο αρκεί για να κάνεις το καλό, έστω και αν οι μαγνήτες, οι κρύσταλλοι και τα πολύ αραιά διαλύματα που εφαρμόζονται στους ασθενείς είναι, από μόνα τους, εντελώς άχρηστα.
πηγή: The Economist, 19 Μαϊου 2011
Για να διαβάσετε το πρωτότυπο άρθρο, πατήστε εδώ.
Η αλήθεια είναι ότι τα παραπάνω μας δίνουν αρκετή τροφή για σκέψη, αλλά για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα χρειάζεται να λάβουμε υπόψιν και κάποια επιπλέον στοιχεία όπως οι αντιλήψεις του επιστήμονα που διεξήγαγε τα πειράματα (συχνά ακούω την άποψη πως "δεν έχει τόσο σημασία το "τί λέει ποιός" αλλά το "ποιός λέει τί", άποψη που δεν αισθάνομαι την ανάγκη ούτε να απορρίψω αλλά ούτε και να ενστερνιστώ, ωστόσο νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποια στοιχεία για τον καθηγητή Ernst βοηθούν στο να καταλάβουμε τη λογική εκείνη με την οποία κινήθηκε κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων), ο τύπος και η αποτελεσματικότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησε και ο τρόπος με τον οποίον διεξήγαγε τα εν λόγω συμπεράσματα.
Ο καθηγητής Ernst
Ο Edzard Ernst, γεννημένος το 1948 στη Γερμανία, σπούδασε ιατρική και αρχικά δούλεψε ως ομοιοπαθητικός στο Μόναχο. Στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του καθηγητή στο τμήμα "Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης" του Πανεπιστημίου του Αννόβερο (1988) και έπειτα την αντίστοιχη θέση στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1990). Το 1993 δημιούργησε το τμήμα Συμπληρωματικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Exeter (Αγγλία), ενώ το 2002 έγινε διευθυντής στο αντίστοιχο τμήμα της Ιατρικής σχολής στην Peninsula. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας δημοσίευσε πάνω από 700 άρθρα σχετικά με τις μελέτες του πάνω στη Συμπληρωματική Ιατρική, δίνοντας έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της τελευταίας. Ο ορισμός που δίνει ο ίδιος για τη Συμπληρωματική Ιατρική είναι η "διάγνωση, θεραπεία ή/και πρόληψη η οποία συμπληρώνει την επικρατούσα ιατρική μέσω της συμβολής σε ένα κοινό σύνολο, ικανοποιώντας ένα αίτημα δεν πληρείται από την ορθόδοξη ιατρική ή διαφοροποιείται από τα εννοιολογικά πλαίσια της ορθόδοξης ιατρικής".
Η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Ernst έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην προσέγγιση των εναλλακτικών θεραπειών από την "ορθόδοξη" επιστήμη, ασκώντας ωστόσο σκληρή κριτική σε επιμέρους μεθόδους της πρώτης, όπως για παράδειγμα στην ομοιοπαθητική. Αν και ο ίδιος έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που ασπάζεται την αποτελεσματικότητα μεθόδων όπως η ομοιοπαθητική και ο βελονισμός, έπειτα από την ενασχόλησή του υπό επιστημονική σκοπιά με αυτές τις μεθόδους καταλήγει να τις απορρίπτει σχεδόν ολοκληρωτικά, φερόμενος να λέει πως "Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν λειτουργούν. Κάθε μελέτη έχει δείξει ότι είναι απλώς η πιο αγνή μορφή του εικονικού φαρμάκου. Μπορείτε κάλλιστα να πιείτε ένα ποτήρι νερό από το να πάρετε ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο" (Robin McKie, The Observer, 18 Δεκεμβρίου 2005). Αυτές οι δηλώσεις φαίνεται να προέρχονται από έναν πολύ έμπειρο μελετητή των Συμπληρωματικών θεραπειών τη στιγμή που η ομοιοπαθητική αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους συμπληρωματικών θεραπειών και που μόνο στην Αγγλία η πρακτική της από επαγγελματίες ομοιοπαθητικούς ασκείται από το 1849 (Denis Campbell & Mary Fitzgerald, The Observer, 8 Απριλίου 2007).
Το 2008, σε δημοσίευση στο περιοδικό British Journal of General Practice, ο Ernst καταγράφει μια λίστα θεραπειών που "αποδεδειγμένα κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό", η οποία περιορίζεται στο Βότανο του Αγίου Ιωάννη για την κατάθλιψη, στον κράταιγο για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στη σκόνη γκουάρ (από τον σπόρο μιας ποικιλλίας φασολιών) για τον διαβήτη, στο βελονισμό για τη ναυτία και την οστεοαρθρίτιδα, την αρωματοθεραπεία ως καταπραϋντική θεραπεία για τον καρκίνο, την ύπνωση για τους πόνους της κύησης και μασάζ, μουσικοθεραπεία, θεραπεία και χαλάρωση για το άγχος και την αϋπνία (Complementary therapies, The Independent, 22 Απριλίου 2008).
Με ποιά κριτήρια όμως χαρακτηρίζει και κατηγοριοποιεί ο καθηγητής Ernst τις διάφορες ολιστικές θεραπευτικές μεθόδους?
Οι Ερευνητικές Μέθοδοι
Η μέθοδος που συνήθως χρησιμοποιείται σε τέτοιου είδους μελέτες είναι η λεγόμενη RCT (Randomized controlled trial) και συνίσταται στην τυχαία κατανομή του δείγματος της έρευνας σε ομάδες με τρόπο που ούτε ο δεχόμενος την αγωγή ούτε ο ερευνητής γνωρίζουν σε ποιά ομάδα ανήκει ο πρώτος. Στην προκειμένη περίπτωση οι ομάδες στις οποίες διαχωρίζονται οι θεραπευόμενοι καθορίζουν το ποιός παίρνει τα πραγματικά φάρμακα και ποιός τα εικόνικά. Με αυτή τη μέθοδο επιτυγχάνεται τόσο η αμεροληψία του ερευνητή όσο και η συνεργασία του θεραπευόμενου χωρίς προκατάληψη απέναντι στην αγωγή που δέχεται.
Παρ' όλα τα προτερήματα αυτής της μεθόδου όμως, η RCT παρουσιάζει και ορισμένα μειονεκτήματα που αφορούν κυρίως κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά του δείγματος. Η μέθοδος είναι σχετικά "τυφλή" απέναντι σε στοιχεία όπως ο χώρος στον οποίον διεξάγεται (ενώ κάποιες μεταβλητές μπορεί να αλλάζουν από χώρα σε χώρα), τα χαρακτηριστικά των ασθενών (μπορεί να αποκλείει ολόκληρες ηλικιακές κατηγορίες ή ανθρώπους με συνηθισμένες παθήσης κ.α.) και οι διαδικασίες που ακολουθεί η μελέτη (που μπορεί να είναι πιο εντατικοποιημένες απ' ότι στον "πραγματικό κόσμο"), συνεπώς η ικανότητα αυτού του τύπου μελέτης να εξάγει ορθά συμπεράσματα είναι σχετικά επίφοβη, εφόσον δεν μπορεί να συμπεριλάβει μεταβλητές που ωστόσο επηρεάζουν το αντικείμενο της μελέτης.
Οι μεταβλητές που επηρεάζουν και εν τέλει καθορίζουν μια θεραπευτική αγωγή, όπως παρουσιάστηκαν από τον ίδιο τον δρα Ernst σε κάποιο συνέδριο στην Αγγλία το 2007, συνθέτοντας την "ολική επίδραση" μιας αγωγής, είναι 8: Η συγκεκριμένη θεραπευτική επίδραση (specific therapeutic effect, δηλ. η άμεση επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής στον θεραπευόμενο), η συνήθης πορεία της πάθησης (και η τάση της να υποχωρεί ή και να κλιμακώνεται κατά τη διάρκεια της αγωγής), η τάση αναγωγής που έχει το σώμα (με το να προσπαθεί με τη δράση των ομοιοστατικών μηχανισμών του να επιστρέψει στην πρώτερη κατάσταση που το ίδιο ορίζει ως "υγιή"), το φαινόμενο πλασέμπο (κατά το οποίο η προσμονή του ασθενή για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας τελικώς επηρεάζει την ίδια τη θεραπεία), η επίδραση Hawthorne (κατά την οποία ο ασθενής αλλάζει κάποια στοιχεία της συμπεριφοράς του κατά την αγωγή λόγω του ότι αποτελεί αντικείμενο μελέτης), η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή, η ταυτόχρονη αγωγή (δηλ. η παράλληλη λήψη και άλλης αγωγής) και τέλος η επίδραση της "κοινωνικής επιθυμίας" (της διάθεσης και της προσμονής του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος του ασθενή). Όλες αυτές οι επιδράσεις συνθέτουν την "ολική επίδραση" μιας θεραπείας και είναι κατανοητό ότι κάθε μία απ' αυτές μπορεί να παίζει έναν εν δυνάμει καταλυτικό ρόλο στο αποτέλεσμα της θεραπείας, ενώ είναι και ξεκάθαρο ότι κάθε μία μπορεί να επηρεάζει και να αλληλεπιδρά με κάποια άλλη.
Ωστόσο, ο Δρ Ernst και η ομάδα του επικεντρώνεται στον παράγοντα της συγκεκριμένης θεραπευτικής επίδρασης, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι η μέθοδος RCT του επιτρέπει να διαχωρίζει αυτόν τον παράγοντα από τους υπόλοιπους κατά τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την ολική επίδραση της αγωγής. Μπορεί σαν υπόθεση να στέκει σε ένα εντελώς θεωρητικό επίπεδο, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται ο Δρ Ernst, αλλά αν δεχτούμε ότι σε πρακτικό επίπεδο οι επιδράσεις μπορεί να επηρεάζουν η μια την άλλη τότε κάθε συμπέρασμα που προκύπτει μπορεί να είναι αρκετά επισφαλές.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Δρ Ernst κρατά μόνο τα στοιχεία και τις μεταβλητές που τον βολεύουν, σίγουρα όμως αφήνει αρκετά πράγματα απ' έξω, είτε επειδή δεν μπορούν να αξιολογηθούν από τις επιστημονικές μεθόδους που βρίσκονται στη διάθεσή του, είτε επειδή γενικότερα είναι πιο εύκολο να απορρίπτεις κάτι παρά να δέχεσαι ότι σε ξεπερνά. Δεν μπορεί να αγνοούμε την επίδραση ενός θεραπευτή στον θεραπευόμενο, τη βούληση του θεραπευόμενου να βελτιωθεί η υγεία του, τις κοινωνικές επιρροές που ασκούνται τόσο στον θεραπευτή όσο και στον θεραπευόμενο και εν τέλει τη συμβολή των μέσων καθεαυτών στη θεραπευτική διαδικασία. Βέβαια, οι δυσκολίες ξεκινούν όταν προσπαθούμε να τα λάβουμε υπόψιν όλ' αυτά, διότι η επιστημονική μεθοδολογία προϋποθέτει την ύπαρξη μετρήσιμων μεγεθών, ποσοτικών μεταβλητών. Συνεπώς, η κατεύθυνση στην οποία θα έπρεπε να κινηθεί η επιστημονική κοινότητα είναι η προσπάθεια να εξάγει κάτι μετρήσιμο/ποσοτικό μέσα από ποιοτικές έννοιες όπως είναι αυτές που χρησιμοποιούνται στις ορολογίες των εναλλακτικών θεραπειών.
Σίγουρα πάντως οι παραπάνω έρευνες οδηγούν (μεταξύ άλλων) σε ένα συμπέρασμα με το οποίο δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε απόλυτα. Η αυθυποβολή μαζί με την πρόθεση αποτελούν ίσως τα πιο καίρια στοιχεία στην επίδραση των εναλλακτικών θεραπειών στον άνθρωπο. Ο στόχος άλλωστε είναι η βελτίωση της υγείας του ανθρώπου και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι βοηθήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν λειτουργούν από μόνα τους, διότι η εμπειρία μας δείχνει ότι κάποια απ' αυτά τα εργαλεία κρύβουν μεγάλη δύναμη μέσα τους, ωστόσο η χρήση αυτών των εργαλείων δεν πρέπει να γίνεται αυτοσκοπός.
Ο Δρ Ernst, παρ' όλο που απορρίπτει αυτά τα μέσα με σχεδόν προκλητικό τρόπο, υποστηρίζει κατά τ' άλλα αυτό που κατά καιρούς τονίζουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε σοβαρά και υπεύθυνα με τις εναλλακτικές θεραπείες: Η πρόθεση καθορίζει το αποτέλεσμα!